- τριαρχία
- ἡ, ΝΑ [τρίαρχος]συναρχία τριών ανδρών, τριανδρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριαρχίᾳ — τριαρχίᾱͅ , τριαρχία triumuiratus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαρχίας — τριαρχίᾱς , τριαρχία triumuiratus fem acc pl τριαρχίᾱς , τριαρχία triumuiratus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριανδρία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται A και κοντά στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (1 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. (ιδίως στην αρχαία Ρώμη) εξουσία τριών ανδρών, αλλ. τριαρχία 2. οι τρεις άνδρες που… … Dictionary of Greek